- ἀβλεπτῶ
- ἀβλεπτέωoverlookpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀβλεπτέωoverlookpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αβλεπτώ — ἀβλεπτῶ ( έω) (AM) δεν βλέπω, παραβλέπω, σφάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + βλεπτός, ρημ. επίθετο τού βλέπω] … Dictionary of Greek
αβλέπτημα — το (Α ἀβλέπτημα) [ἀβλεπτῶ] παρόραμα, σφάλμα που οφείλεται σε απροσεξία ή παραδρομή … Dictionary of Greek
αβλεψία — η (Α ἀβλεψία) [ἀβλεπτῶ] απροσεξία, παρόραμα, παραδρομή αρχ. η έλλειψη οράσεως … Dictionary of Greek